επικράτεια

επικράτεια
η
1. χώρα που υπάγεται σε ενιαία εξουσία, το κράτος, η πολιτεία.
2. «Συμβούλιο Επικρατείας», σώμα που απαρτίζεται από νομομαθείς και αποτελεί ανώτατο διοικητικό δικαστήριο και συμβουλευτικό όργανο της κεντρικής διοίκησης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπικρατεία — ἐπικρατείᾱ , ἐπικράτεια mastery fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατείᾳ — ἐπικρατείᾱͅ , ἐπικράτεια mastery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικράτεια — mastery fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικράτεια — η (AM ἐπικράτεια) [επικρατής] εδαφική έκταση στην οποία ασκείται η εξουσία μιας πολιτείας ή ενός άρχοντα («ἄπιμεν... ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας», Ξεν.) νεοελλ. «Συμβούλιο τής Επικρατείας» ανώτατο δικαστήριο για διοικητικές διαφορές, που αποτελεί… …   Dictionary of Greek

  • ἐπικρατείας — ἐπικρατείᾱς , ἐπικράτεια mastery fem acc pl ἐπικρατείᾱς , ἐπικράτεια mastery fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατείαι — ἐπικρατείᾱͅ , ἐπικράτεια mastery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατειῶν — ἐπικράτεια mastery fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατείαις — ἐπικράτεια mastery fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατείῃ — ἐπικράτεια mastery fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικράτειαι — ἐπικράτεια mastery fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”